- ξεβλαστάνω
- ή ξεβλασταίνω (Μ ξεβλαστάνω ή ξεβλασταίνω)(για φυτό) φυτρώνω|| μσν.1. κάνω κάτι να βλαστήσει, να φυτρώσει2. (για φυτό) βγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-βλαστάνω (αόρ. ἐξ-εβλάστησα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.